- παραμυθητός
- -ή, -όν, Α [παραμυθούμαι]αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμυθητός — consolable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθητοί — παραμυθητός consolable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθηταῖς — παραμυθητής consoler masc dat pl παραμυθητός consolable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθηταί — παραμυθητής consoler masc nom/voc pl παραμυθητός consolable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθητοῦ — παραμυθητής consoler masc gen sg παραμυθητός consolable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)